- ηλεκτροσυγκόλληση
- ητεχνολ. βλ. ηλεκτροκόλληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλεκτροκόλληση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκόλληση — και ηλεκτροσυγκόλληση, η τεχνολ. γενικός χαρακτηρισμός μεθόδων συγκολλήσεως μετάλλων με χρήση ηλεκτρικού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electric welding < electric (πρβλ. ηλεκτρικός) + welding «συγκόλληση»] … Dictionary of Greek
οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… … Dictionary of Greek
συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπόντα — Μηχανή που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροσυγκόλληση μετάλλων με τη βοήθεια ηλεκτρικής αντίστασης. Τα άκρα που πραγματοποιούν τη συγκόλληση (ηλεκτρόδια) καταλήγουν σε αιχμή και το ένα από αυτά είναι τοποθετημένο πάνω σε κινητό βραχίονα, που… … Dictionary of Greek